- ἔνερξις
- ἔνερξις, εως, ἡ,A = ἐνεργμός, EM340.2, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔνερξις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενεργμός — ἐνεργμός, ο, αλλιώς ένερξις και ένειρξις, η (Α) [έργμα] 1. μέθοδος με την οποία οι αρχαίοι εναρμόνιζαν εύρυθμα τις χορδές και έπαιζαν τη λύρα (ή την κιθάρα) 2. μικρός πάσσαλος στη μέση τής λύρας (ή τής κιθάρας) με τον οποίο κρατούνταν ανυψωμένη… … Dictionary of Greek